άπλερος

άπλερος
-η, -ο
1. ο ασχημάτιστος, ο πολύ μικρός («άπλερο πουλάκι»)
2. ο ατροφικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άπλερος — η, ο αμέστωτος, τρυφερός: Το παιδί της ήταν ακόμη λεχούδι άπλερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”